Σινωπική

Σινωπική
Σινωπική
an inhabitant thereof
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Σινωπικός
an inhabitant thereof
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σινωπικῇ — Σινωπική an inhabitant thereof fem dat sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινωπική — ἡ, Α βλ. σινωπικός …   Dictionary of Greek

  • Σινωπικαῖς — Σινωπική an inhabitant thereof fem dat pl Σινωπικός an inhabitant thereof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινωπικῆς — Σινωπική an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινωπικήν — Σινωπική an inhabitant thereof fem acc sg (attic epic ionic) Σινωπικός an inhabitant thereof fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινωπικός — ή, ό / σινωπικός, ή, όν ΝΜΑ [Σινώπη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σινώπη τού Εύξεινου Πόντου μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. η σινωπική (ενν. μίλτος) ερυθρό χώμα προερχόμενο από την Καππαδοκία και εξαγόμενο στην Ελλάδα μέσω τής Σινώπης που… …   Dictionary of Greek

  • Σινωπικά — Σινωπικά̱ , Σινωπική an inhabitant thereof fem nom/voc/acc dual Σινωπικά̱ , Σινωπική an inhabitant thereof fem nom/voc sg (doric aeolic) Σινωπικός an inhabitant thereof neut nom/voc/acc pl Σινωπικά̱ , Σινωπικός an inhabitant thereof fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σινωπίδιον — και σινοπίδιον, τὸ, Μ [σινωπίς, ίδος] η σινωπική* …   Dictionary of Greek

  • σινωπίς — ίδος, ἡ, Α 1. η περιοχή τής Σινώπης 2. η σινωπική*, ως χρωστική ουσία 3. ονομασία φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σινώπη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”